παροίδησις: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(6_8)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παροίδησις''': -εως, [[οἴδησις]] [[παρά]] τι, Ὀρειβάσ. (ἐκλογ.) ἔκδ. Daremb. τ. IV, σ. 628.
|lstext='''παροίδησις''': -εως, [[οἴδησις]] [[παρά]] τι, Ὀρειβάσ. (ἐκλογ.) ἔκδ. Daremb. τ. IV, σ. 628.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[παροιδώ]]<br />η [[εξοίδηση]], το [[πρήξιμο]], το [[φούσκωμα]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροίδησις Medium diacritics: παροίδησις Low diacritics: παροίδησις Capitals: ΠΑΡΟΙΔΗΣΙΣ
Transliteration A: paroídēsis Transliteration B: paroidēsis Transliteration C: paroidisis Beta Code: paroi/dhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A swelling, Orib. Fr.128 ; πελάγους Placit.4.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

παροίδησις: -εως, οἴδησις παρά τι, Ὀρειβάσ. (ἐκλογ.) ἔκδ. Daremb. τ. IV, σ. 628.

Greek Monolingual

ἡ, Α παροιδώ
η εξοίδηση, το πρήξιμο, το φούσκωμα.