ὀφιοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφιοκτόνος''': ὁ, ὁ φονεύων ὄφεις, Εὐστ. 183, 13. | |lstext='''ὀφιοκτόνος''': ὁ, ὁ φονεύων ὄφεις, Εὐστ. 183, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀφιοκτόνος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που σκοτώνει τα φίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-[[κτόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A serpent-killer, Eust.183.12: -κτόνον, τό, = ἐλαφόβοσκον, Ps.-Dsc.3.69.
German (Pape)
[Seite 426] Schlangen tödtend, Schol. Ar. Thesm. 1745.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιοκτόνος: ὁ, ὁ φονεύων ὄφεις, Εὐστ. 183, 13.
Greek Monolingual
ὀφιοκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τα φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος.