ἐπαπόρημα: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(6_21)
(13)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαπόρημα''': τό, εἰς ἀπορίαν ἐμβάλλον [[ζήτημα]], ἐν τοῖς ἐπαπορήμασι περὶ τῆς τῶν ἀρχαίων πολυγαμίας Βασίλ. τ. 2. σ. 219Α, Ὠριγέν. τ. 1. σ. 23F.
|lstext='''ἐπαπόρημα''': τό, εἰς ἀπορίαν ἐμβάλλον [[ζήτημα]], ἐν τοῖς ἐπαπορήμασι περὶ τῆς τῶν ἀρχαίων πολυγαμίας Βασίλ. τ. 2. σ. 219Α, Ὠριγέν. τ. 1. σ. 23F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαπόρημα]], το (Α)<br />[[ζήτημα]] για το οποίο υπάρχει [[απορία]], [[αμφιβολία]] και συνεκδ. η [[απορία]], η [[αμφιβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[απόρημα]] «[[αμφιβολία]]»].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 904] τό, Zweifel bei Etwas, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαπόρημα: τό, εἰς ἀπορίαν ἐμβάλλον ζήτημα, ἐν τοῖς ἐπαπορήμασι περὶ τῆς τῶν ἀρχαίων πολυγαμίας Βασίλ. τ. 2. σ. 219Α, Ὠριγέν. τ. 1. σ. 23F.

Greek Monolingual

ἐπαπόρημα, το (Α)
ζήτημα για το οποίο υπάρχει απορία, αμφιβολία και συνεκδ. η απορία, η αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + απόρημα «αμφιβολία»].