προσκατακτάομαι: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_23) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκατακτάομαι''': κατακτῶμαι, [[κυριεύω]] [[προσέτι]], προσκατακτήσασθαι τὴν ἐκείνου ἀρχὴν Πολύβ. 15. 4, 4, Διόδ. 2. 82. | |lstext='''προσκατακτάομαι''': κατακτῶμαι, [[κυριεύω]] [[προσέτι]], προσκατακτήσασθαι τὴν ἐκείνου ἀρχὴν Πολύβ. 15. 4, 4, Διόδ. 2. 82. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκατακτάομαι:''' сверх того приобретать (τι Polyb., Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A acquire besides, Plb.15.4.4, D.S.2.32. II get made, Sor.1.4.
German (Pape)
[Seite 768] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben; ἀρχήν, Pol. 15, 4, 4; D. Sic. 2, 32.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατακτάομαι: κατακτῶμαι, κυριεύω προσέτι, προσκατακτήσασθαι τὴν ἐκείνου ἀρχὴν Πολύβ. 15. 4, 4, Διόδ. 2. 82.
Russian (Dvoretsky)
προσκατακτάομαι: сверх того приобретать (τι Polyb., Diod.).