κολοβοτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολοβοτράχηλος''': -ον, ἔχων κολοβόν, [[ἤτοι]] ἀτελῶς ἀνεπτυγμένον τράχηλον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 16.
|lstext='''κολοβοτράχηλος''': -ον, ἔχων κολοβόν, [[ἤτοι]] ἀτελῶς ἀνεπτυγμένον τράχηλον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 16.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολοβοτράχηλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ατελώς ανεπτυγμένο τράχηλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοβοτράχηλος Medium diacritics: κολοβοτράχηλος Low diacritics: κολοβοτράχηλος Capitals: ΚΟΛΟΒΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: kolobotráchēlos Transliteration B: kolobotrachēlos Transliteration C: kolovotrachilos Beta Code: kolobotra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A stump-necked, Adam.2.21.

German (Pape)

[Seite 1474] kurzhalsig, Adam. phys. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβοτράχηλος: -ον, ἔχων κολοβόν, ἤτοι ἀτελῶς ἀνεπτυγμένον τράχηλον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 16.

Greek Monolingual

κολοβοτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ατελώς ανεπτυγμένο τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + τράχηλος.