σπευστός: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_11) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπευστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ [[μετὰ]] προθυμίας, Α. Β. 63. | |lstext='''σπευστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ [[μετὰ]] προθυμίας, Α. Β. 63. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπεύδω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] να σπεύσει [[κανείς]] να κάνει. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be done or pursued eagerly, Phryn.PSp.108 B.
German (Pape)
[Seite 921] adj. verb. von σπεύδω, beeilt, eifrig betrieben; σπουδῆς ἄξιος erkl. Phryn. in B. A. 63.
Greek (Liddell-Scott)
σπευστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ μετὰ προθυμίας, Α. Β. 63.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σπεύδω
αυτός τον οποίο πρέπει να σπεύσει κανείς να κάνει.