ἀβίωτος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβίωτος''': -ον, ([[βιόω]]) [[βίος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, [[ἀφόρητος]], ἀβ. πεποίηκε τὸν βίον· Ἀριστοφ. Πλ. 969. ἀβ. ζῶμεν βίον· Φιλήμ. κωμ. ἄδηλα 8, 7. πρβλ. 5, 7: ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι· Εὐρ. Ἀλκ. 241. ἀβίωτον ᾤετ’ ἔσεσθαι τὸν βίον αὑτῷ· Δημ. 557 τέλ.: ― ἀβίωτόν [ἐστι] = ὁ [[βίος]] [[εἶναι]] [[ἀφόρητος]] Πλάτ. Πολ. 407Α. ὡσαύτ. ἀβίωτον ζῆν ὁ αὐτ. Νόμ. 926 Β. ἀβίωτον ἡμῖν Εὐρ. Ἴων 670. ἐπίρρ. ἀβιώτως ἔχειν Πλούτ. Δίων 6. αἰσχρῶς καὶ ἀβ. διατεθῆναι· ὁ αὐτ. Σόλ. 7. πρβλ. [[ἄβιος]], [[ἀβίοτος]], [[βιωτός]].
|lstext='''ἀβίωτος''': -ον, ([[βιόω]]) [[βίος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, [[ἀφόρητος]], ἀβ. πεποίηκε τὸν βίον· Ἀριστοφ. Πλ. 969. ἀβ. ζῶμεν βίον· Φιλήμ. κωμ. ἄδηλα 8, 7. πρβλ. 5, 7: ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι· Εὐρ. Ἀλκ. 241. ἀβίωτον ᾤετ’ ἔσεσθαι τὸν βίον αὑτῷ· Δημ. 557 τέλ.: ― ἀβίωτόν [ἐστι] = ὁ [[βίος]] [[εἶναι]] [[ἀφόρητος]] Πλάτ. Πολ. 407Α. ὡσαύτ. ἀβίωτον ζῆν ὁ αὐτ. Νόμ. 926 Β. ἀβίωτον ἡμῖν Εὐρ. Ἴων 670. ἐπίρρ. ἀβιώτως ἔχειν Πλούτ. Δίων 6. αἰσχρῶς καὶ ἀβ. διατεθῆναι· ὁ αὐτ. Σόλ. 7. πρβλ. [[ἄβιος]], [[ἀβίοτος]], [[βιωτός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut vivre : [[βίος]] [[ἀβίωτος]] vie intolérable, insupportable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βιόω]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβίωτος Medium diacritics: ἀβίωτος Low diacritics: αβίωτος Capitals: ΑΒΙΩΤΟΣ
Transliteration A: abíōtos Transliteration B: abiōtos Transliteration C: aviotos Beta Code: a)bi/wtos

English (LSJ)

ον, (βιόω)

   A not to be lived, insupportable, ἀ. πεποίηκε τὸν βίον Ar.Pl.969; ἀ. ζῶμεν βίον Philem.93.7, cf. 90.7, Boeth.Stoic.3.266; ἀ. χρόνον βιοτεῦσαι E.Alc.242; ἀ. ᾤετ' ἔσεσθαι τὸν βίον αὑτῷ D.21.131; ἀ. ἡγουμένων τὸ καταγνωσθῆναι Phld.Mort.35:—ἀβίωτόν [ἐστι] life is intolerable, Pl.R.407a; ἀ. ζῆν Id.Lg.926b; ἀ. ἡμῖν E.Ion 670. Adv. ἀβιώτως, ἔχειν Plu.Dio6; αἰσχρῶς καὶ ἀ. διατεθῆναι Id.Sol.7.    II ἀβίωτον, τό, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.

German (Pape)

[Seite 3] nicht zu leben, unerträglich, βίος Eur. Hipp. 821, ch.; Plat. Polit. 288 e, u. Redner oft, z. B. Lys. 6, 31; Aesch. 1, 183; Dem. 24, 141; χρόνος Eur. Alc. 248; αἰών Xen. Cyr. 3, 3, 24; ἀβίωτόν ἐστι, man kann nicht leben, Plat. Menex. 246 d; ἀβ. ζῆν Legg. XI, 926 b; vergl. Eur. Ion 676; Herc. F. 1257. – Adv., ἀβιώτως διετέθησαν ὑπὸ λύπης Plut. Hol. 7, sie mochten vor Traurigkeit nicht leben; ἔχειν, vom Kranken, aufgegeben sein, Dio. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβίωτος: -ον, (βιόω) βίος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, ἀφόρητος, ἀβ. πεποίηκε τὸν βίον· Ἀριστοφ. Πλ. 969. ἀβ. ζῶμεν βίον· Φιλήμ. κωμ. ἄδηλα 8, 7. πρβλ. 5, 7: ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι· Εὐρ. Ἀλκ. 241. ἀβίωτον ᾤετ’ ἔσεσθαι τὸν βίον αὑτῷ· Δημ. 557 τέλ.: ― ἀβίωτόν [ἐστι] = ὁ βίος εἶναι ἀφόρητος Πλάτ. Πολ. 407Α. ὡσαύτ. ἀβίωτον ζῆν ὁ αὐτ. Νόμ. 926 Β. ἀβίωτον ἡμῖν Εὐρ. Ἴων 670. ἐπίρρ. ἀβιώτως ἔχειν Πλούτ. Δίων 6. αἰσχρῶς καὶ ἀβ. διατεθῆναι· ὁ αὐτ. Σόλ. 7. πρβλ. ἄβιος, ἀβίοτος, βιωτός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut vivre : βίος ἀβίωτος vie intolérable, insupportable.
Étymologie: ἀ, βιόω.