ἀσυμφανής: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(6_7) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυμφᾰνής''': -ές, [[ἀφανής]], [[ἀόρατος]], διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος [[ἀσυμφανής]] ἐστιν [[ὑπόνομος]] Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: [[σκοτεινός]], Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει. | |lstext='''ἀσυμφᾰνής''': -ές, [[ἀφανής]], [[ἀόρατος]], διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος [[ἀσυμφανής]] ἐστιν [[ὑπόνομος]] Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: [[σκοτεινός]], Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[invisible]] ὑπόνομος Arist.<i>Mir</i>.836<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">2</b> [[confuso]], [[no claro]] φράσις Porph.<i>in Ptol</i>.181<br /><b class="num">•</b>[[oscuro]] τρόπος ἀσυμφανέστατος Dam.<i>Pr</i>.38, [[ἀποκάλυψις]] Cyr.Al.M.71.24B, λόγος Cyr.Al.M.74.500C, de misterios del dogma cristiano, Cyr.Al.M.69.88A, 145A, de parábolas, Cyr.Al.M.72.624C, de la primera venida de Cristo, Cyr.H.<i>Catech</i>.15.1<br /><b class="num">•</b>οὐκ ἀσυμφανὲς εἶναι, γενέσθαι, etc. [[ser claro, evidente]] Cyr.Al.M.68.192B, 70.181A, 71.249B<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀσυμφανές [[la obscuridad]] Gr.Agr.<i>Eccl</i>.M.98.1048D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[oscuramente]], <i>Tz.Comm</i>.Ar.3.692.4, del hablar en parábolas, Cyr.Al.M.72.809C, Hsch., Sud.<br /><b class="num">•</b>[[simbólicamente]] εἰς οἶνον ... τὸ ὕδωρ μετέβαλε ἀ. διδάξαι βουληθείς convirtió el agua en vino porque quería enseñar simbólicamente</i> Didym.M.39.689C<br /><b class="num">•</b>[[secretamente]] Basil.M.31.632D. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A dark, ὑπόνομος Arist.Mir.836b19; obscure, Porph.in Ptol.181: Sup., Dam.Pr.38. Adv. -νῶς obscurely, Arg.4 Ar.Ra., Suid.
German (Pape)
[Seite 380] ές, undeutlich, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμφᾰνής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος ἀσυμφανής ἐστιν ὑπόνομος Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: σκοτεινός, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
-ές
I 1invisible ὑπόνομος Arist.Mir.836b19.
2 confuso, no claro φράσις Porph.in Ptol.181
•oscuro τρόπος ἀσυμφανέστατος Dam.Pr.38, ἀποκάλυψις Cyr.Al.M.71.24B, λόγος Cyr.Al.M.74.500C, de misterios del dogma cristiano, Cyr.Al.M.69.88A, 145A, de parábolas, Cyr.Al.M.72.624C, de la primera venida de Cristo, Cyr.H.Catech.15.1
•οὐκ ἀσυμφανὲς εἶναι, γενέσθαι, etc. ser claro, evidente Cyr.Al.M.68.192B, 70.181A, 71.249B
•neutr. subst. τὸ ἀσυμφανές la obscuridad Gr.Agr.Eccl.M.98.1048D.
II adv. -ῶς oscuramente, Tz.Comm.Ar.3.692.4, del hablar en parábolas, Cyr.Al.M.72.809C, Hsch., Sud.
•simbólicamente εἰς οἶνον ... τὸ ὕδωρ μετέβαλε ἀ. διδάξαι βουληθείς convirtió el agua en vino porque quería enseñar simbólicamente Didym.M.39.689C
•secretamente Basil.M.31.632D.