ῥυτίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(6_21)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῠτίδωμα''': τό, [[ῥυτίς]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1052, 1066.
|lstext='''ῥῠτίδωμα''': τό, [[ῥυτίς]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1052, 1066.
}}
{{grml
|mltxt=-ατος, το / [[ῥυτίδωμα]], ΝΑ [[ῥυτιδῶ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ρυτιδώνω]], [[ζάρωμα]], [[σούφρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το ξηρόφλοιο.
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠτῐδωμα Medium diacritics: ῥυτίδωμα Low diacritics: ρυτίδωμα Capitals: ΡΥΤΙΔΩΜΑ
Transliteration A: rhytídōma Transliteration B: rhytidōma Transliteration C: rytidoma Beta Code: r(uti/dwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wrinkle, Sch.Ar.Pl. 1052, 1066.

German (Pape)

[Seite 854] τό, das Gerunzelte, runzliger Körper, Schol. Ar. Plut. 1051.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτίδωμα: τό, ῥυτίς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1052, 1066.

Greek Monolingual

-ατος, το / ῥυτίδωμα, ΝΑ ῥυτιδῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρυτιδώνω, ζάρωμα, σούφρωμα
νεοελλ.
βοτ. το ξηρόφλοιο.