ἐπηλύτης: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπηλύτης''': ῠ, ου, ὁ, = [[ἔπηλυς]], Θουκ. 1. 9, Ξεν. Οἰκ. 11, 4. 2) [[προσήλυτος]], Φίλων ΙΙ. 392, 37., 406. 21·- [[ὡσαύτως]], ἐπήλυτος, ον, Διον. Ἁλ. 3. 72.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήλυτος· [[ἔποικος]]. [[προσήλυτος]]». | |lstext='''ἐπηλύτης''': ῠ, ου, ὁ, = [[ἔπηλυς]], Θουκ. 1. 9, Ξεν. Οἰκ. 11, 4. 2) [[προσήλυτος]], Φίλων ΙΙ. 392, 37., 406. 21·- [[ὡσαύτως]], ἐπήλυτος, ον, Διον. Ἁλ. 3. 72.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήλυτος· [[ἔποικος]]. [[προσήλυτος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἔπηλυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A = ἔπηλυς, Th.1.9 codd., f.l. in X.Oec.11.4, cf. Poll.3.54, Philostr.VA2.9, Procop.Vand.2.10: —also ἐπήλ-ῠτος, ον, D.H.3.72, Ph.1.160.
German (Pape)
[Seite 920] ὁ, seltenes W. für ἔπηλυς, Thuc. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηλύτης: ῠ, ου, ὁ, = ἔπηλυς, Θουκ. 1. 9, Ξεν. Οἰκ. 11, 4. 2) προσήλυτος, Φίλων ΙΙ. 392, 37., 406. 21·- ὡσαύτως, ἐπήλυτος, ον, Διον. Ἁλ. 3. 72.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήλυτος· ἔποικος. προσήλυτος».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἔπηλυς.