συνδιαφεύγω: Difference between revisions
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(6_13a) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιαφεύγω''': μέλλ. -ξομαι, [[διαφεύγω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], μεθ’ οὐ συνδιέφευγον Δίων Κ. 48, 44. | |lstext='''συνδιαφεύγω''': μέλλ. -ξομαι, [[διαφεύγω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], μεθ’ οὐ συνδιέφευγον Δίων Κ. 48, 44. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]] από [[κάπου]] [[μαζί]] με άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A escape along with, D.C.48.44.
German (Pape)
[Seite 1008] (s. φεύγω), mit od. zugleich hindurchfliehen, D. Cass. 48, 44.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαφεύγω: μέλλ. -ξομαι, διαφεύγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μεθ’ οὐ συνδιέφευγον Δίων Κ. 48, 44.