σχοινοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(6_15)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχοινοδρόμος''': ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ [[σχοινίων]], ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.
|lstext='''σχοινοδρόμος''': ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ [[σχοινίων]], ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελκόμενο [[ντεκοβίλ]] χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε [[μεταλλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει, που βαδίζει [[πάνω]] σε [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πελαγο</i>-[[δρόμος]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοδρόμος Medium diacritics: σχοινοδρόμος Low diacritics: σχοινοδρόμος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: schoinodrómos Transliteration B: schoinodromos Transliteration C: schoinodromos Beta Code: sxoinodro/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.

German (Pape)

[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος.