ἀστακός: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστακός''': ὁ, ὁ κοινῶς λεγόμενος, «’στακός», Λατ. gammarus ἢ cammarus, Ἀθήν. 86Ε (Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 1), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2., 5. 17, 8· γράφεται δὲ καὶ [[ὀστακός]], Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2· ὁ ἐν τοῖς ποταμοῖς [[ἀστακός]], ἡ «καραβίδα», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 35· ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλ. σ. 70. ΙΙ. τὸ κοῖλον τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 85. | |lstext='''ἀστακός''': ὁ, ὁ κοινῶς λεγόμενος, «’στακός», Λατ. gammarus ἢ cammarus, Ἀθήν. 86Ε (Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 1), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2., 5. 17, 8· γράφεται δὲ καὶ [[ὀστακός]], Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2· ὁ ἐν τοῖς ποταμοῖς [[ἀστακός]], ἡ «καραβίδα», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 35· ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλ. σ. 70. ΙΙ. τὸ κοῖλον τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 85. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />homard, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἀστράγαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A the smooth lobster, Philyll.13, Arist.HA526a11, 549b14, Matro Conv.66, Archestr.Fr.24.1; ὁ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἀ. the river cray-fish, Arist.HA530a28. II hollow of the ear, Poll.2.85. (By assimilation from ὀστακός, the Att. form acc. to Ath.3.105b.)
German (Pape)
[Seite 374] ὁ, eine Krebsart, Arist. H. A. 4, 2; Matron bei Ath. IV, 136 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστακός: ὁ, ὁ κοινῶς λεγόμενος, «’στακός», Λατ. gammarus ἢ cammarus, Ἀθήν. 86Ε (Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 1), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2., 5. 17, 8· γράφεται δὲ καὶ ὀστακός, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2· ὁ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἀστακός, ἡ «καραβίδα», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 35· ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλ. σ. 70. ΙΙ. τὸ κοῖλον τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 85.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
homard, poisson.
Étymologie: DELG cf. ἀστράγαλος.