ἐκπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπειράομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξεπειράθην ᾱ: - πειρῶμαι, [[δοκιμάζω]] τι, [[πειράζω]], [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 135· μετ’ ἀπαρ., ἢ ’κπειρᾷ λέγειν; ἢ θέλεις νά με κάμῃς νὰ εἴπω καὶ ἄλλα; Σοφ. Ο. Τ. 360· ἴδε σημ. Jebb, [[ὅστις]] ἔχει: ἢ ’κπειρᾷ λέγων; - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, κἀξεπειράθην... [[οἷον]] στέρεσθαι γίγνεται Εὐρ. Ἱκ. 1089· ἐκπ. εἰ... Πλάτ. Ἐπιστ. 362Ε. 2) ἐρωτῶ, ἐρευνῶ [[περί]] τινος, τί τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1234.
|lstext='''ἐκπειράομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξεπειράθην ᾱ: - πειρῶμαι, [[δοκιμάζω]] τι, [[πειράζω]], [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 135· μετ’ ἀπαρ., ἢ ’κπειρᾷ λέγειν; ἢ θέλεις νά με κάμῃς νὰ εἴπω καὶ ἄλλα; Σοφ. Ο. Τ. 360· ἴδε σημ. Jebb, [[ὅστις]] ἔχει: ἢ ’κπειρᾷ λέγων; - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, κἀξεπειράθην... [[οἷον]] στέρεσθαι γίγνεται Εὐρ. Ἱκ. 1089· ἐκπ. εἰ... Πλάτ. Ἐπιστ. 362Ε. 2) ἐρωτῶ, ἐρευνῶ [[περί]] τινος, τί τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1234.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> ἐκπειράσομαι, <i>ao.</i> ἐξεπειράθην;<br /><b>1</b> faire l’épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;<br /><b>2</b> chercher à savoir, rechercher, tenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], πειράομαι.
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπειράομαι Medium diacritics: ἐκπειράομαι Low diacritics: εκπειράομαι Capitals: ΕΚΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpeiráomai Transliteration B: ekpeiraomai Transliteration C: ekpeiraomai Beta Code: e)kpeira/omai

English (LSJ)

aor. ἐξεπειράθην [ᾱ],

   A make trial of, prove, tempt, c. gen. pers., Hdt.3.135 : c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou tempting me to speak? S.OT 360 codd. : folld. by a relat., κἀξεπειράθην..οἷον στέρεσθαι γίγνεται E.Supp.1089 ; ἐ. εἴτε.. Pl.Ep.362e.    2 inquire, ask of another, τί τινος Ar.Eq.1234.—Late in Act., Hld.7.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπειράομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξεπειράθην ᾱ: - πειρῶμαι, δοκιμάζω τι, πειράζω, μετὰ γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 135· μετ’ ἀπαρ., ἢ ’κπειρᾷ λέγειν; ἢ θέλεις νά με κάμῃς νὰ εἴπω καὶ ἄλλα; Σοφ. Ο. Τ. 360· ἴδε σημ. Jebb, ὅστις ἔχει: ἢ ’κπειρᾷ λέγων; - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, κἀξεπειράθην... οἷον στέρεσθαι γίγνεται Εὐρ. Ἱκ. 1089· ἐκπ. εἰ... Πλάτ. Ἐπιστ. 362Ε. 2) ἐρωτῶ, ἐρευνῶ περί τινος, τί τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1234.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. ἐκπειράσομαι, ao. ἐξεπειράθην;
1 faire l’épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;
2 chercher à savoir, rechercher, tenter.
Étymologie: ἐκ, πειράομαι.