διάσπασις: Difference between revisions
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάσπᾰσις''': -εως, ἡ, [[βίαιος]] [[διαχωρισμός]], Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 5, Μετεωρ. 3. 3, 5· ἀντίθ. [[κάταξις]] καὶ [[θλάσις]]. ΙΙ. [[χάσμα]], Πλούτ. 2. 721Α·‒ οὕτω διάσπασμα, τό, ὁ αὐτ. Αἰμιλ. 20, κτλ.· καὶ διασπασμός, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 129Β, κτλ. | |lstext='''διάσπᾰσις''': -εως, ἡ, [[βίαιος]] [[διαχωρισμός]], Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 5, Μετεωρ. 3. 3, 5· ἀντίθ. [[κάταξις]] καὶ [[θλάσις]]. ΙΙ. [[χάσμα]], Πλούτ. 2. 721Α·‒ οὕτω διάσπασμα, τό, ὁ αὐτ. Αἰμιλ. 20, κτλ.· καὶ διασπασμός, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 129Β, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />déchirure ; lacune, intervalle.<br />'''Étymologie:''' [[διασπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A tearing asunder, forcible separation, Arist.Cael. 313b20, Mete.372b19, Thphr.Lass.18, cj.in Epicur.Ep.2p.44U. II gap, Plu.2.721a.
Greek (Liddell-Scott)
διάσπᾰσις: -εως, ἡ, βίαιος διαχωρισμός, Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 5, Μετεωρ. 3. 3, 5· ἀντίθ. κάταξις καὶ θλάσις. ΙΙ. χάσμα, Πλούτ. 2. 721Α·‒ οὕτω διάσπασμα, τό, ὁ αὐτ. Αἰμιλ. 20, κτλ.· καὶ διασπασμός, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 129Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
déchirure ; lacune, intervalle.
Étymologie: διασπάω.