κριόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑόμορφος''': -ον, ἔχων μορφὴν ἢ [[σχῆμα]] κριοῦ, Σχόλ. νεώτ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α΄, 256.
|lstext='''κρῑόμορφος''': -ον, ἔχων μορφὴν ἢ [[σχῆμα]] κριοῦ, Σχόλ. νεώτ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α΄, 256.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κριόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] κριαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεοντό</i>-<i>μορφος</i>, <i>ταυρό</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑόμορφος Medium diacritics: κριόμορφος Low diacritics: κριόμορφος Capitals: ΚΡΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kriómorphos Transliteration B: kriomorphos Transliteration C: kriomorfos Beta Code: krio/morfos

English (LSJ)

ον,

   A ramformed, Sch.rec.A.R.1.256.

German (Pape)

[Seite 1510] wie ein Widder gestaltet, ναῦς, Schol. Paris. An. Rh. 1, 256.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα κριοῦ, Σχόλ. νεώτ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α΄, 256.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κριόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. λεοντό-μορφος, ταυρό-μορφος].