ἄνειρξις: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνειρξις''': -εως, ἡ, ἡ [[ἀπόκλεισις]], παρακώλυσις, ἐμπόδιον, ἀποχαῖς ὧν ἐφίενται καὶ ἀνείρξεσιν Πλούτ. 2. 584Ε. | |lstext='''ἄνειρξις''': -εως, ἡ, ἡ [[ἀπόκλεισις]], παρακώλυσις, ἐμπόδιον, ἀποχαῖς ὧν ἐφίενται καὶ ἀνείρξεσιν Πλούτ. 2. 584Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de contenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνείργω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A restraint, Plu.2.584e.
German (Pape)
[Seite 220] das Zurückhalten, Plut. gen. Socr. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνειρξις: -εως, ἡ, ἡ ἀπόκλεισις, παρακώλυσις, ἐμπόδιον, ἀποχαῖς ὧν ἐφίενται καὶ ἀνείρξεσιν Πλούτ. 2. 584Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de contenir.
Étymologie: ἀνείργω.