περιπείρω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπείρω''': [[πείρω]] [[περί]] τι, περῶ εἰς τὴν σοῦβλαν, περιπείραντα περὶ λόγχην (δηλ. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα) Πλουτ. Γάλβ. 27· ἐμπήγω, ἑαυτῷ τὸ [[ξίφος]] περιέπειρε Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 85Α· μεταφορ., διαπερῶ, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ς΄, 10. ― σουβλίζομαι ἢ διατρυπῶμαι, ξίφεσι καὶ λόγχαις Διόδ. 16. 60· χάρακι ὁ αὐτ. 19. 84· σκόλοπι Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· ὀβελοῖς Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλέκτρ. 2· αὐτὸς αὑτῷ π., suo ipse gladio jugulatur, Κλήμ. Ἀλ. 58· φόβῳ περιπαρεὶς Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἐμπίπτω]], ἐμπλέκομαι, «δίκτυα, οἷς [[ἀνάγκη]] περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροόπτως ἔχοντας» Φίλων 2. 411, 24, Ἀθαν. τ. 1, σ. 405. κλ.
|lstext='''περιπείρω''': [[πείρω]] [[περί]] τι, περῶ εἰς τὴν σοῦβλαν, περιπείραντα περὶ λόγχην (δηλ. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα) Πλουτ. Γάλβ. 27· ἐμπήγω, ἑαυτῷ τὸ [[ξίφος]] περιέπειρε Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 85Α· μεταφορ., διαπερῶ, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ς΄, 10. ― σουβλίζομαι ἢ διατρυπῶμαι, ξίφεσι καὶ λόγχαις Διόδ. 16. 60· χάρακι ὁ αὐτ. 19. 84· σκόλοπι Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· ὀβελοῖς Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλέκτρ. 2· αὐτὸς αὑτῷ π., suo ipse gladio jugulatur, Κλήμ. Ἀλ. 58· φόβῳ περιπαρεὶς Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἐμπίπτω]], ἐμπλέκομαι, «δίκτυα, οἷς [[ἀνάγκη]] περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροόπτως ἔχοντας» Φίλων 2. 411, 24, Ἀθαν. τ. 1, σ. 405. κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περιπερῶ, <i>ao.2 Pass.</i> περιεπάρην, <i>etc.</i><br />percer de part en part, transpercer : [[τῷ]] ἀγκίστρῳ PLUT transpercer avec l’hameçon.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πείρω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπείρω Medium diacritics: περιπείρω Low diacritics: περιπείρω Capitals: ΠΕΡΙΠΕΙΡΩ
Transliteration A: peripeírō Transliteration B: peripeirō Transliteration C: peripeiro Beta Code: peripei/rw

English (LSJ)

   A put on a spit, π. τι περὶ λόγχην Plu.Galb.27 : metaph., pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις IEp.Ti.6.10 :—Pass., to be spitted or pierced, ξίφεσι καὶ λόγχαις D.S.16.80 ; Χάρακι Id.19.84; σκόλοπι Ael.NA7.48; ὀβελοῖς Luc.Gall. 2 : metaph., to become entangled, δυσαναπορεύτοις βαράθροις περιπαρέντες Ph.1.672 ; δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411, cf. Vett.Val.250.11.    II run into, τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. Descr.12.2 (Pass.):—Pass., ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.NA 15.10.

German (Pape)

[Seite 586] anspießen, anstecken, durchbohren; κρέα περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς, Luc. Gall. 2; περιεπάρη, Pisc. 51; κεφαλὴ περιπεπαρμένη δόρατι, Plut. C. Graech. 17; σκόλοπι περιπαρείς, Ael. H. A. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

περιπείρω: πείρω περί τι, περῶ εἰς τὴν σοῦβλαν, περιπείραντα περὶ λόγχην (δηλ. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα) Πλουτ. Γάλβ. 27· ἐμπήγω, ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 85Α· μεταφορ., διαπερῶ, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ς΄, 10. ― σουβλίζομαι ἢ διατρυπῶμαι, ξίφεσι καὶ λόγχαις Διόδ. 16. 60· χάρακι ὁ αὐτ. 19. 84· σκόλοπι Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· ὀβελοῖς Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλέκτρ. 2· αὐτὸς αὑτῷ π., suo ipse gladio jugulatur, Κλήμ. Ἀλ. 58· φόβῳ περιπαρεὶς Ἐκκλ. ΙΙ. ἐμπίπτω, ἐμπλέκομαι, «δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροόπτως ἔχοντας» Φίλων 2. 411, 24, Ἀθαν. τ. 1, σ. 405. κλ.

French (Bailly abrégé)

f. περιπερῶ, ao.2 Pass. περιεπάρην, etc.
percer de part en part, transpercer : τῷ ἀγκίστρῳ PLUT transpercer avec l’hameçon.
Étymologie: περί, πείρω.