εὐδιοίκητος: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
(6_18)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιοίκητος''': -ον, ὃν εὐκόλως διαθέτει τις ἢ χωνεύει, Γαλην. τ. 14. σ. 736, 9.
|lstext='''εὐδιοίκητος''': -ον, ὃν εὐκόλως διαθέτει τις ἢ χωνεύει, Γαλην. τ. 14. σ. 736, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδιοίκητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο καλά τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> το αρσ. ως [[κολακευτικός]] όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διοικητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διοικώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διοίκητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διοίκητος</i>, <i>πολυ</i>-<i>διοίκητος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιοίκητος Medium diacritics: εὐδιοίκητος Low diacritics: ευδιοίκητος Capitals: ΕΥΔΙΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: eudioíkētos Transliteration B: eudioikētos Transliteration C: evdioikitos Beta Code: eu)dioi/khtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to assimilate or digest, Herod.(?)Med.in Rh.Mus.58.112, Ath.Med. ap. Orib.1.9.2, Xenocr.33, Alex.Aphr. in Top.153.6, Gal.14.736.    II well-ordered, ἁρμονία (of structure and function) Antyll. ap. Orib.6.10.4.    III as a complimentary term of address, POxy.1413.32 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1062] gut zu verwalten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιοίκητος: -ον, ὃν εὐκόλως διαθέτει τις ἢ χωνεύει, Γαλην. τ. 14. σ. 736, 9.

Greek Monolingual

εὐδιοίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», Γαλ.)
2. ο καλά τακτοποιημένος
3. το αρσ. ως κολακευτικός όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διοικητος (< διοικώ), πρβλ. α-διοίκητος, δυσ-διοίκητος, πολυ-διοίκητος].