ἄνεῳ: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_9)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνεῳ''': ἢ ἄνεω, Ἐπίρρ. (α στερητ., αύω, [[κραυγάζω]]), [[ἄνευ]] κραυγῆς, [[ἄνεῳ]] ἤχου τινός, ἐν σιωπῇ· δὴν δ’ [[ἄνεῳ]] ἦσαν Ἰλ. Ι. 30, 695· τίπτ’ [[ἄνεῳ]] ἐγένεσθε Β. 323· οἱ δ’ ... ἄνεῴ τε γένοντο Γ. 84, Ὀδ. Η. 144. Κ. 71· ἅπαντες ἦσθ’ [[ἄνεῳ]] Β. 240. - Ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις συντάσσεται μὲ πληθ. [[ῥῆμα]] καὶ συνήθως γράφεται [[ἄνεῳ]] (ὡς εἰ ἦτο ὀνομαστ. πληθ. τοῦ ἄνεως = ἀναυος). Ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ψ. 93 (ἡ δ’ ἄνεω δὴν ἧστο) [[εἶναι]] ἑνικὸν καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποτεθῇ ὡς κείμενον ἀντὶ τοῦ ἄναυος. Διὰ [[ταῦτα]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὀρθότερον ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχῳ νὰ γράφωμεν ἀπανταχοῦ ἄνεω, ὡς ἐπίρρ. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ., Spitzn. Ἰλ. Β. 323.
|lstext='''ἄνεῳ''': ἢ ἄνεω, Ἐπίρρ. (α στερητ., αύω, [[κραυγάζω]]), [[ἄνευ]] κραυγῆς, [[ἄνεῳ]] ἤχου τινός, ἐν σιωπῇ· δὴν δ’ [[ἄνεῳ]] ἦσαν Ἰλ. Ι. 30, 695· τίπτ’ [[ἄνεῳ]] ἐγένεσθε Β. 323· οἱ δ’ ... ἄνεῴ τε γένοντο Γ. 84, Ὀδ. Η. 144. Κ. 71· ἅπαντες ἦσθ’ [[ἄνεῳ]] Β. 240. - Ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις συντάσσεται μὲ πληθ. [[ῥῆμα]] καὶ συνήθως γράφεται [[ἄνεῳ]] (ὡς εἰ ἦτο ὀνομαστ. πληθ. τοῦ ἄνεως = ἀναυος). Ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ψ. 93 (ἡ δ’ ἄνεω δὴν ἧστο) [[εἶναι]] ἑνικὸν καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποτεθῇ ὡς κείμενον ἀντὶ τοῦ ἄναυος. Διὰ [[ταῦτα]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὀρθότερον ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχῳ νὰ γράφωμεν ἀπανταχοῦ ἄνεω, ὡς ἐπίρρ. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ., Spitzn. Ἰλ. Β. 323.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἄνεως]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἄνεῳ: ἢ ἄνεω, Ἐπίρρ. (α στερητ., αύω, κραυγάζω), ἄνευ κραυγῆς, ἄνεῳ ἤχου τινός, ἐν σιωπῇ· δὴν δ’ ἄνεῳ ἦσαν Ἰλ. Ι. 30, 695· τίπτ’ ἄνεῳ ἐγένεσθε Β. 323· οἱ δ’ ... ἄνεῴ τε γένοντο Γ. 84, Ὀδ. Η. 144. Κ. 71· ἅπαντες ἦσθ’ ἄνεῳ Β. 240. - Ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις συντάσσεται μὲ πληθ. ῥῆμα καὶ συνήθως γράφεται ἄνεῳ (ὡς εἰ ἦτο ὀνομαστ. πληθ. τοῦ ἄνεως = ἀναυος). Ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ψ. 93 (ἡ δ’ ἄνεω δὴν ἧστο) εἶναι ἑνικὸν καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποτεθῇ ὡς κείμενον ἀντὶ τοῦ ἄναυος. Διὰ ταῦτα ἴσως εἶναι ὀρθότερον ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχῳ νὰ γράφωμεν ἀπανταχοῦ ἄνεω, ὡς ἐπίρρ. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ., Spitzn. Ἰλ. Β. 323.

French (Bailly abrégé)

v. ἄνεως.