ἀποτμήγω: Difference between revisions
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτμήγω''': μέλλ. -ξω, Ἐπ. ἀντὶ [[ἀποτέμνω]], [[ἀποκόπτω]], [[ἀποχωρίζω]], μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Ἰλ. Χ. 456· τὸν... λαοῦ ἀποτμήξαντε Κ. 364, κτλ.· [[ἀποκόπτω]] τι διὰ ξίφους, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Λ. 146· πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ’ ἀποτμήγουσι χαράδραι, «πολλὰς δὲ ὀρέων ἀποκλίσεις ἀποτέμνονται οἱ ὑπὸ τῶν χειμάρρων ἐκρησσόμενοι αὐλῶνες» (Σχόλ.), Π. 390: - Παθ., μοῦνοι ἀποτμηγέντες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1052. | |lstext='''ἀποτμήγω''': μέλλ. -ξω, Ἐπ. ἀντὶ [[ἀποτέμνω]], [[ἀποκόπτω]], [[ἀποχωρίζω]], μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Ἰλ. Χ. 456· τὸν... λαοῦ ἀποτμήξαντε Κ. 364, κτλ.· [[ἀποκόπτω]] τι διὰ ξίφους, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Λ. 146· πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ’ ἀποτμήγουσι χαράδραι, «πολλὰς δὲ ὀρέων ἀποκλίσεις ἀποτέμνονται οἱ ὑπὸ τῶν χειμάρρων ἐκρησσόμενοι αὐλῶνες» (Σχόλ.), Π. 390: - Παθ., μοῦνοι ἀποτμηγέντες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1052. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> séparer en coupant, couper : χεῖρας IL, λαιμόν IL les mains, la gorge;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> τινα λαοῦ, πόλιος IL amener (un combattant) à l’écart, loin de l’armée, loin (des murs) de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τμήγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. for ἀποτέμνω,
A cut off from, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Il.22.456; τὸν . . λαοῦ ἀποτμήξαντε 10.364, etc. 2 cut off, sever, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας 11.146; μήδεα Hes.Th.188; κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι plough the hill-sides, Il.16.390:— Pass., μοῦνοι ἀποτμηγέντες A.R.4.1052: c. gen., τοῦ ἑνός Dam.Pr. 34.
German (Pape)
[Seite 331] p. = ἀποτέμνω, abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε (v. l. ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας (v. l. ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας (v. l. πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτμήγω: μέλλ. -ξω, Ἐπ. ἀντὶ ἀποτέμνω, ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Ἰλ. Χ. 456· τὸν... λαοῦ ἀποτμήξαντε Κ. 364, κτλ.· ἀποκόπτω τι διὰ ξίφους, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Λ. 146· πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ’ ἀποτμήγουσι χαράδραι, «πολλὰς δὲ ὀρέων ἀποκλίσεις ἀποτέμνονται οἱ ὑπὸ τῶν χειμάρρων ἐκρησσόμενοι αὐλῶνες» (Σχόλ.), Π. 390: - Παθ., μοῦνοι ἀποτμηγέντες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1052.
French (Bailly abrégé)
1 séparer en coupant, couper : χεῖρας IL, λαιμόν IL les mains, la gorge;
2 fig. τινα λαοῦ, πόλιος IL amener (un combattant) à l’écart, loin de l’armée, loin (des murs) de la ville.
Étymologie: ἀπό, τμήγω.