ὀμβρηρός: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(6_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμβρηρός''': -ά, -όν, = [[ὄμβριος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449. Ἐπίρρ. -ρῶς, Φίλων 1. 129.
|lstext='''ὀμβρηρός''': -ά, -όν, = [[ὄμβριος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449. Ἐπίρρ. -ρῶς, Φίλων 1. 129.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμβρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[βρόχινος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀμβρηρῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με τρόπο ραγδαίας βροχής<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με [[πολλά]] δάκρυα («[[πάνυ]] ὀμβρηρῶς χρώμεθα ταῑς λύπαις», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμβρος]] «ραγδαία [[βροχή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμβρηρός Medium diacritics: ὀμβρηρός Low diacritics: ομβρηρός Capitals: ΟΜΒΡΗΡΟΣ
Transliteration A: ombrērós Transliteration B: ombrēros Transliteration C: omvriros Beta Code: o)mbrhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = ὄμβριος, Hes.Op.451 ;— also ὀμβρ-ήρης, ες, Nic.Th.406. Adv. -ρῶς Ph.1.129.

German (Pape)

[Seite 329] regenreich, regnig, Hes. O. 453; Adverb ὀμβρηρῶς, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρηρός: -ά, -όν, = ὄμβριος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449. Ἐπίρρ. -ρῶς, Φίλων 1. 129.

Greek Monolingual

ὀμβρηρός, -ά, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) βρόχινος.
επίρρ...
ὀμβρηρῶς (Α)
1. με τρόπο ραγδαίας βροχής
2. μτφ. με πολλά δάκρυα («πάνυ ὀμβρηρῶς χρώμεθα ταῑς λύπαις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].