παράλαμψις: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(6_11) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράλαμψις''': ἡ, σημεῖόν τι τοῦ κερατοειδοῦς λάμπον, ἐκ διορθώσεως ἐν Ἱππ. Προρρ. (ἀντὶ [[παράληψις]]) ἐκ τοῦ Λεξικ. τοῦ Γαλην. σ. 538. | |lstext='''παράλαμψις''': ἡ, σημεῖόν τι τοῦ κερατοειδοῦς λάμπον, ἐκ διορθώσεως ἐν Ἱππ. Προρρ. (ἀντὶ [[παράληψις]]) ἐκ τοῦ Λεξικ. τοῦ Γαλην. σ. 538. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />[[σημείο]] του κερατοειδούς που λάμπει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λάμψις]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[παράληψη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shining spot on the cornea, prob. for παράληψις in Hp.Prorrh.2.20, cf. Gal.19.127.
German (Pape)
[Seite 486] ἡ, ein weißer Fleck auf der Hornhaut des Auges, λεύκωμα, Galen. aus Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράλαμψις: ἡ, σημεῖόν τι τοῦ κερατοειδοῦς λάμπον, ἐκ διορθώσεως ἐν Ἱππ. Προρρ. (ἀντὶ παράληψις) ἐκ τοῦ Λεξικ. τοῦ Γαλην. σ. 538.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
σημείο του κερατοειδούς που λάμπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λάμψις.———————— (II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. παράληψη.