παράληψη

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

η / παράληψις και παράλημψις και δωρ. τ. παράλαμψις, ΝΑ παραλαμβάνω
το να παραλαμβάνει κανείς κάτι από άλλον, λήψη, παραλαβή
αρχ.
1. διαδοχή ενός από κάτι άλλοπαράληψις τῆς βασιλείας», επιγρ.)
2. άλωση, κατάληψη πόλης
3. μάθηση, μόρφωση, διδασκαλία
4. χρήση, μεταχείριση
5. ιατρ. εφαρμογή
6. είσπραξη φόρων
7. έναρξη, αρχή
8. φρ. «μετὰ θείας παραλήψεως» — με επίκληση τών θεών.