μετανίσσομαι: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετανίσσομαι''': ἀποθετ., πορεύομαι, [[μεταβαίνω]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], [[ἦμος]] δ’ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, ὅτε δὲ ὁ Ἥλιος ἐχώρει πρὸς τὴν ἑσπέραν, καθ’ ὃν χρόνον οἱ βόες ἀπολύονται τῶν ἔργων, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58· ― ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέω, χύνομαι εἰς ἕτερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 658. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, [[διώκω]], Εὐρ. Τρῳ. 131· [[ὡσαύτως]], [[κερδαίνω]], [[λαμβάνω]] κατοχήν τινος, Πινδ. Π. 5, 8· [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἀναζήτησίν τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1245, Ἀνθ. Π. 0. 384 ([[ἔνθα]] μετανείσεται). | |lstext='''μετανίσσομαι''': ἀποθετ., πορεύομαι, [[μεταβαίνω]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], [[ἦμος]] δ’ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, ὅτε δὲ ὁ Ἥλιος ἐχώρει πρὸς τὴν ἑσπέραν, καθ’ ὃν χρόνον οἱ βόες ἀπολύονται τῶν ἔργων, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58· ― ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέω, χύνομαι εἰς ἕτερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 658. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, [[διώκω]], Εὐρ. Τρῳ. 131· [[ὡσαύτως]], [[κερδαίνω]], [[λαμβάνω]] κατοχήν τινος, Πινδ. Π. 5, 8· [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἀναζήτησίν τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1245, Ἀνθ. Π. 0. 384 ([[ἔνθα]] μετανείσεται). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se diriger d’un autre côté, s’en aller, s’éloigner.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[νίσσομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 151] (s. νίσσομαι), hinüber, auf die andere Seite gehen; ἦμος δ' Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Il. 16, 779, Od. 9, 58, sobald Helios zum Stierabspannen, d. i. zur abendlichen Seite des Himmels hinüberwandelte; – nach Einem gehen, um ihn zu erreichen, μετανίσσεαι αὐτόν, Pind. P. 5, 8; Eur. Troad. 131.
Greek (Liddell-Scott)
μετανίσσομαι: ἀποθετ., πορεύομαι, μεταβαίνω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, ἦμος δ’ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, ὅτε δὲ ὁ Ἥλιος ἐχώρει πρὸς τὴν ἑσπέραν, καθ’ ὃν χρόνον οἱ βόες ἀπολύονται τῶν ἔργων, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58· ― ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέω, χύνομαι εἰς ἕτερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 658. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, διώκω, Εὐρ. Τρῳ. 131· ὡσαύτως, κερδαίνω, λαμβάνω κατοχήν τινος, Πινδ. Π. 5, 8· ἀπέρχομαι εἰς ἀναζήτησίν τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1245, Ἀνθ. Π. 0. 384 (ἔνθα μετανείσεται).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
se diriger d’un autre côté, s’en aller, s’éloigner.
Étymologie: μετά, νίσσομαι.