ἰόπλοκος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(6_18) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰόπλοκος''': -ον, πεπλεγμένος δι’ ἴων, [[ἴσως]] = τῷ [[ἰοπλόκαμος]], ἰόπλοχ’ ἁγνά, μειλιχόμειδε Σαπφοῖ Ἀλκ. παρὰ Ἡφαιστίωνι σ. 80, ἔκδ. Gaisf., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, 9. 524, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, (F)ιόπλοκον εὖ εἰπεῖν Κύπριν... Βακχυλ. VIII XI. 72, ἰόπλοκοι... Νηρηΐδες XVI XVII. 38, κτλ. Ἡ [[λέξις]] αὕτη συνήθως τονίζεται ἐπὶ τῆς παραληγούσης ἰοπλόκος, οὕτω καὶ ὁ Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει: «ἰοπλόκος˙ [[ἰόπεπλος]]˙ ἀπὸ τοῦ χρώματος». | |lstext='''ἰόπλοκος''': -ον, πεπλεγμένος δι’ ἴων, [[ἴσως]] = τῷ [[ἰοπλόκαμος]], ἰόπλοχ’ ἁγνά, μειλιχόμειδε Σαπφοῖ Ἀλκ. παρὰ Ἡφαιστίωνι σ. 80, ἔκδ. Gaisf., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, 9. 524, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, (F)ιόπλοκον εὖ εἰπεῖν Κύπριν... Βακχυλ. VIII XI. 72, ἰόπλοκοι... Νηρηΐδες XVI XVII. 38, κτλ. Ἡ [[λέξις]] αὕτη συνήθως τονίζεται ἐπὶ τῆς παραληγούσης ἰοπλόκος, οὕτω καὶ ὁ Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει: «ἰοπλόκος˙ [[ἰόπεπλος]]˙ ἀπὸ τοῦ χρώματος». | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ῐόπλοκος, -ον</b> (ϝιο-) <br /> <b>1</b> [[with]] [[violet]] [[hair]] λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν (Bergk: παῖδ' ἰοπλόκαμον codd.) (O. 6.30) φλέγεται δὲ ἰοπλόκοισι Μοίσαις (Bergk: δ' ἰοπλοκάμοισι codd.) (I. 7.23) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:58, 17 August 2017
English (LSJ)
ον, = foreg., Alc.55; κόρα, Νηρήιδες, B.8.72, 16.37;
A Μοῖσαι Lyr.Adesp.53; of Apollo, AP9.524.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόπλοκος: -ον, πεπλεγμένος δι’ ἴων, ἴσως = τῷ ἰοπλόκαμος, ἰόπλοχ’ ἁγνά, μειλιχόμειδε Σαπφοῖ Ἀλκ. παρὰ Ἡφαιστίωνι σ. 80, ἔκδ. Gaisf., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, 9. 524, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, (F)ιόπλοκον εὖ εἰπεῖν Κύπριν... Βακχυλ. VIII XI. 72, ἰόπλοκοι... Νηρηΐδες XVI XVII. 38, κτλ. Ἡ λέξις αὕτη συνήθως τονίζεται ἐπὶ τῆς παραληγούσης ἰοπλόκος, οὕτω καὶ ὁ Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει: «ἰοπλόκος˙ ἰόπεπλος˙ ἀπὸ τοῦ χρώματος».
English (Slater)
ῐόπλοκος, -ον (ϝιο-)
1 with violet hair λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν (Bergk: παῖδ' ἰοπλόκαμον codd.) (O. 6.30) φλέγεται δὲ ἰοπλόκοισι Μοίσαις (Bergk: δ' ἰοπλοκάμοισι codd.) (I. 7.23)