παροδικός: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παροδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», [[πρόσκαιρος]], Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 158Β, κλ.
|lstext='''παροδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», [[πρόσκαιρος]], Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 158Β, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’entrée ; παροδικὸν [[μέλος]] ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροδικός Medium diacritics: παροδικός Low diacritics: παροδικός Capitals: ΠΑΡΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: parodikós Transliteration B: parodikos Transliteration C: parodikos Beta Code: parodiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a πάροδος 111.2, Arg.A.Pers., cj. in D.H.Dem.54 ; = παρόδῳ χρώμενος, Hsch.    2 Astron., π. ἀποκατάστασις restoration of a transit, i. e. complete revolution, Procl. Hyp.1.30.    II transient, brief, ἀποδημία Vett. Val. 98.26. Adv. -κῶς in passing, Id.171.17, Pall. in Hp. Fract.1.    III Astrol., according to chronocratory, opp. κατὰ γένεσιν, Vett. Val. 100.29. Adv.-κῶς ib.26.

German (Pape)

[Seite 524] ή, όν, zur πάροδος gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

παροδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», πρόσκαιρος, Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. Κρήτ. 158Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’entrée ; παροδικὸν μέλος ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.
Étymologie: πάροδος.