ἱερόλας: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(6_14) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερόλας''': ὁ, = [[ἱερεύς]], Σοφ. (Ἀποσπ. 55) παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Schmidt. | |lstext='''ἱερόλας''': ὁ, = [[ἱερεύς]], Σοφ. (Ἀποσπ. 55) παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Schmidt. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱερόλας]], ὁ (Α)<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]]. Το [[επίθημα]] της λ. προήλθε από [[μετοχή]] και απαντά στην Αρμενική με τη [[μορφή]] -<i>of</i>, -<i>ofaw</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαινόλης]], δωρ. <i>μαινόλᾱς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= ἱερεύς, S.Fr.57 (dub.; for the termination cf. μαινόλης).
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, Priester, Soph. bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόλας: ὁ, = ἱερεύς, Σοφ. (Ἀποσπ. 55) παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Schmidt.
Greek Monolingual
ἱερόλας, ὁ (Α)
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το επίθημα της λ. προήλθε από μετοχή και απαντά στην Αρμενική με τη μορφή -of, -ofaw (πρβλ. μαινόλης, δωρ. μαινόλᾱς < μαίνομαι)].