νομιστεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομιστεύομαι''': Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. [[νομειτεύεσθαι]]. | |lstext='''νομιστεύομαι''': Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. [[νομειτεύεσθαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être consacré par l’usage légal, avoir cours (monnaie).<br />'''Étymologie:''' [[νομιστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be current, παρά τισι Plb.18.34.7, cf. S.E.M.1.178.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστεύομαι: Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. νομειτεύεσθαι.
French (Bailly abrégé)
être consacré par l’usage légal, avoir cours (monnaie).
Étymologie: νομιστός.