ποιμασία: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_11)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποιμᾰσία''': ἡ, τὸ ποιμαίνειν, περιποιεῖσθαι, διαφυλάττειν, Φίλων 1. 594, 596.
|lstext='''ποιμᾰσία''': ἡ, τὸ ποιμαίνειν, περιποιεῖσθαι, διαφυλάττειν, Φίλων 1. 594, 596.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[φροντίδα]], [[περιποίηση]] ή [[διαφύλαξη]] («[[ποιμασία]] γὰρ ἐστι Θεοῡ», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποιμαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμᾰσία Medium diacritics: ποιμασία Low diacritics: ποιμασία Capitals: ΠΟΙΜΑΣΙΑ
Transliteration A: poimasía Transliteration B: poimasia Transliteration C: poimasia Beta Code: poimasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A feeding, tending, Ph.1.594,596.

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, das Weiden, Hüten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμᾰσία: ἡ, τὸ ποιμαίνειν, περιποιεῖσθαι, διαφυλάττειν, Φίλων 1. 594, 596.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φροντίδα, περιποίηση ή διαφύλαξηποιμασία γὰρ ἐστι Θεοῡ», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + κατάλ. -σία].