τριγέρων: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐγέρων''': -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως [[γέρων]] ἢ τρὶς [[γέρων]], δηλ. ὑπεργήρως, [[τριγέρων]] [[μῦθος]] τάδε φωνεῖ, [[μῦθος]] τρὶς ἢ [[πολλάκις]] λεχθείς, [[παμπάλαιος]], Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. [[Νέστωρ]] Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ [[οἶνος]] Εὐστ. Πονήμ. 304. 70. | |lstext='''τρῐγέρων''': -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως [[γέρων]] ἢ τρὶς [[γέρων]], δηλ. ὑπεργήρως, [[τριγέρων]] [[μῦθος]] τάδε φωνεῖ, [[μῦθος]] τρὶς ἢ [[πολλάκις]] λεχθείς, [[παμπάλαιος]], Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. [[Νέστωρ]] Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ [[οἶνος]] Εὐστ. Πονήμ. 304. 70. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οντος (ὁ, ἡ)<br />trois fois vieux, très vieux.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[γέρων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A triply old, i. e. very old, τ. μῦθος τάδε φωνεῖ 'tis a thrice-told tale, A.Ch.314 (anap.); τ. Νέστωρ AP7.144, cf. 157.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως γέρων ἢ τρὶς γέρων, δηλ. ὑπεργήρως, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, μῦθος τρὶς ἢ πολλάκις λεχθείς, παμπάλαιος, Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. Νέστωρ Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ οἶνος Εὐστ. Πονήμ. 304. 70.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ, ἡ)
trois fois vieux, très vieux.
Étymologie: τρίς, γέρων.