κηδωλός: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(6_4)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηδωλός''': «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ.
|lstext='''κηδωλός''': «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηδωλός]] (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήδω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωλός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαρτ</i>-<i>ωλός</i>, <i>φειδ</i>-<i>ωλός</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδωλός Medium diacritics: κηδωλός Low diacritics: κηδωλός Capitals: ΚΗΔΩΛΟΣ
Transliteration A: kēdōlós Transliteration B: kēdōlos Transliteration C: kidolos Beta Code: khdwlo/s

English (LSJ)

ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων, Suid.

German (Pape)

[Seite 1430] sorgend, = κηδόμενος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κηδωλός: «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ.

Greek Monolingual

κηδωλός (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήδω + κατάλ. -ωλός (πρβλ. αμαρτ-ωλός, φειδ-ωλός)].