ἠπειρογενής: Difference between revisions
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠπειρογενής''': -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, [[ἠπειρώτης]], περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. [[ἤπειρος]] ΙΙΙ. | |lstext='''ἠπειρογενής''': -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, [[ἠπειρώτης]], περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. [[ἤπειρος]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />né sur la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι)
A born or living in the mainland, ἔθνος, of the Lydians and Ionians, A.Pers.42.
German (Pape)
[Seite 1173] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρογενής: -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, ἠπειρώτης, περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né sur la terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος, γίγνομαι.