τροχαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_10)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχαστικός''': -ή, -όν, Ἑλληνικῶς· Ἀττικῶς δὲ θρεκτικὸς (Μοῖρ. 187), ἡ τρ. [[ἕξις]] ἢ [[δύναμις]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1.
|lstext='''τροχαστικός''': -ή, -όν, Ἑλληνικῶς· Ἀττικῶς δὲ θρεκτικὸς (Μοῖρ. 187), ἡ τρ. [[ἕξις]] ἢ [[δύναμις]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τροχαστικός]], -ή, -όν, ΜΑ [[τροχάζω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[ταχύ]] βηματισμό.
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχαστικός Medium diacritics: τροχαστικός Low diacritics: τροχαστικός Capitals: ΤΡΟΧΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trochastikós Transliteration B: trochastikos Transliteration C: trochastikos Beta Code: troxastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, later Greek for Att. θρεκτικός (Moer.p.187 P.), ἡ τ. ἕξις or

   A δύναμις Arr.Epict.2.18.1.

Greek (Liddell-Scott)

τροχαστικός: -ή, -όν, Ἑλληνικῶς· Ἀττικῶς δὲ θρεκτικὸς (Μοῖρ. 187), ἡ τρ. ἕξιςδύναμις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τροχαστικός, -ή, -όν, ΜΑ τροχάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχύ βηματισμό.