συμμέθεξις: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(6_11) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμέθεξις''': ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] μετέχειν, [[συμμετοχή]], τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 20. | |lstext='''συμμέθεξις''': ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] μετέχειν, [[συμμετοχή]], τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 20. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμμέθεξις:''' εως ἡ (совместное) участие (τινος Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A participation in, τῶν χαλεπῶν Arist.EE1245b34.
German (Pape)
[Seite 981] ἡ, die Mittheilnahme, Arist. eth. 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συμμέθεξις: ἡ, τὸ ὁμοῦ μετέχειν, συμμετοχή, τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 20.
Russian (Dvoretsky)
συμμέθεξις: εως ἡ (совместное) участие (τινος Arst.).