μεράρχης: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_19)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεράρχης''': -ου, ὁ, ([[μέρος]]) ὁ ἀρχηγὸς μεραρχίας, δηλ. 2048 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 5, κλ.
|lstext='''μεράρχης''': -ου, ὁ, ([[μέρος]]) ὁ ἀρχηγὸς μεραρχίας, δηλ. 2048 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 5, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεράρχης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αξιωματούχος]] ενός δήμου ο [[οποίος]] έκανε διανομές<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]] μεραρχίας, στρατιωτικού σώματος 2.048 [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> [[διοικητής]] 32 ελεφάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεράρχης Medium diacritics: μεράρχης Low diacritics: μεράρχης Capitals: ΜΕΡΑΡΧΗΣ
Transliteration A: merárchēs Transliteration B: merarchēs Transliteration C: merarchis Beta Code: mera/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (μέρος)

   A distributing official of a deme, IG22.1203 (pl.).    2 commander of a division of 2,048 men, Ascl.Tact.2.10, Arr. Tact.10.5; also, commander of 32 elephants, Ael.Tact.23.

German (Pape)

[Seite 134] ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung von 2048 Mann, Ael. Tact.

Greek (Liddell-Scott)

μεράρχης: -ου, ὁ, (μέρος) ὁ ἀρχηγὸς μεραρχίας, δηλ. 2048 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 5, κλ.

Greek Monolingual

μεράρχης, ὁ (Α)
1. αξιωματούχος ενός δήμου ο οποίος έκανε διανομές
2. αρχηγός μεραρχίας, στρατιωτικού σώματος 2.048 ανδρών
3. διοικητής 32 ελεφάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -άρχης].