καταξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source
(6_6)
(eksahir)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταξηραίνω''': ἐντελῶς [[ξηραίνω]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 30.- Παθ., Πλάτ. Τίμ. 76Α, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 18· κατεξηράνθαι Θεόφρ. κατεξηραμμένου τοῦ σώματος ὁ αὐτ.
|lstext='''καταξηραίνω''': ἐντελῶς [[ξηραίνω]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 30.- Παθ., Πλάτ. Τίμ. 76Α, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 18· κατεξηράνθαι Θεόφρ. κατεξηραμμένου τοῦ σώματος ὁ αὐτ.
}}
{{eles
|esgtx=[[producir sequía]]
}}
}}

Revision as of 10:29, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξηραίνω Medium diacritics: καταξηραίνω Low diacritics: καταξηραίνω Capitals: ΚΑΤΑΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: kataxēraínō Transliteration B: kataxērainō Transliteration C: kataksiraino Beta Code: katachrai/nw

English (LSJ)

   A dry up, Arist.GA772a12; θάλατταν LXXJo.2.10:— Pass., Pl.Ti.76a, Arist.Mete.340b1.

German (Pape)

[Seite 1367] ausdörren, austrocknen; Plat. Tim. 75 e; Arist. Meteorl. 1, 3; κατεξηράνθαι S. Emp. adv. astrol. 62.

Greek (Liddell-Scott)

καταξηραίνω: ἐντελῶς ξηραίνω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 30.- Παθ., Πλάτ. Τίμ. 76Α, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 18· κατεξηράνθαι Θεόφρ. κατεξηραμμένου τοῦ σώματος ὁ αὐτ.

Spanish

producir sequía