παγκαταπύγων: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παγκαταπύγων''': [ῡ], -ονος, ὁ, ἡ, [[ὑπερβαλλόντως]] [[καταπύγων]], αἰσχρότατος, Ἀριστοφ. Λυσ. 137. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 154. | |lstext='''παγκαταπύγων''': [ῡ], -ονος, ὁ, ἡ, [[ὑπερβαλλόντως]] [[καταπύγων]], αἰσχρότατος, Ἀριστοφ. Λυσ. 137. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 154. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παγκαταπύγων]], -ονος, ὁ ἡ, ουδ. [[παγκατάπυγον]] (Α)<br />ασελγέστατος [[κίναιδος]], αισχρότατος («ὦ [[παγκατάπυγον]] θἡμέτερον [[ἅπαν]] [[γένος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταπύγων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ονος, ὁ, ἡ,
A utterly lewd, Ar.Lys.137.
Greek (Liddell-Scott)
παγκαταπύγων: [ῡ], -ονος, ὁ, ἡ, ὑπερβαλλόντως καταπύγων, αἰσχρότατος, Ἀριστοφ. Λυσ. 137. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 154.
Greek Monolingual
παγκαταπύγων, -ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α)
ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καταπύγων.