εἰκτικός: Difference between revisions
(6_10) |
(big3_13) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰκτικός''': -ή, -όν, ([[εἴκω]]) [[ὑποχωρητικός]], [[ἐνδοτικός]], Ὠριγέν. | |lstext='''εἰκτικός''': -ή, -όν, ([[εἴκω]]) [[ὑποχωρητικός]], [[ἐνδοτικός]], Ὠριγέν. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que cede a la presión]], [[que no ofrece resistencia]] en sent. fís., de lo incorpóreo φύσις ἠναντιωμένη τῇ σωματικῇ καὶ εἰ. Phld.<i>Sign</i>.18.2, τὸ πῦρ καὶ ἀέρα Gal.7.528, cf. Them.<i>in Ph</i>.130.12, en el cuerpo humano, del espacio intercostal τῶν ἄλλων πλατύτερόν τε καὶ εἰκτικώτερον Heliod. en Orib.44.7.2, ὁ πλεύμων ... [[ἀραιός]] τε καὶ εἰ. ὤν Alex.Aphr.<i>de An</i>.98.19, κηρὸς ... εἰ. καὶ εὐτύπωτος ὑπὸ τοῦ γλύμματος Them.<i>in de An</i>.92.36<br /><b class="num">•</b>c. dat. τὴν ὕλην ... εἰκτικὴν τῷ τεχνίτῃ λόγῳ θεοῦ Eus.<i>PE</i> 7.20.8<br /><b class="num">•</b>fig. c. πρός y ac. de abstr., de un enfermo πρὸς τὴν ἴασιν εἰκτικώτερος que responde mejor al tratamiento</i> Max.Tyr.7.3<br /><b class="num">•</b>de pers. [[que obedece]] εἰκτικὸν γενέσθαι καὶ μὴ ἀντίτυπον πρὸς τὴν ἀλήθειαν Origenes <i>Princ</i>.3.1.15.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sin oponer resistencia]] πῶς εὐτάκτως, πῶς εἰ., πῶς ὑποτεταγμένως ἐπιτελοῦσιν τὰ διατασσόμενα 1<i>Ep.Clem</i>.37.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (εἴκω)
A readily yielding, φύσις, of the void, Phld. Sign.18, cf. Max. Tyr.13.3 (Comp.), Heliod. ap. Orib.44.10.2, Them. in de An.92.36: metaph., weak, easily refuted, λόγος Phld.Sign.13.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκτικός: -ή, -όν, (εἴκω) ὑποχωρητικός, ἐνδοτικός, Ὠριγέν.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que cede a la presión, que no ofrece resistencia en sent. fís., de lo incorpóreo φύσις ἠναντιωμένη τῇ σωματικῇ καὶ εἰ. Phld.Sign.18.2, τὸ πῦρ καὶ ἀέρα Gal.7.528, cf. Them.in Ph.130.12, en el cuerpo humano, del espacio intercostal τῶν ἄλλων πλατύτερόν τε καὶ εἰκτικώτερον Heliod. en Orib.44.7.2, ὁ πλεύμων ... ἀραιός τε καὶ εἰ. ὤν Alex.Aphr.de An.98.19, κηρὸς ... εἰ. καὶ εὐτύπωτος ὑπὸ τοῦ γλύμματος Them.in de An.92.36
•c. dat. τὴν ὕλην ... εἰκτικὴν τῷ τεχνίτῃ λόγῳ θεοῦ Eus.PE 7.20.8
•fig. c. πρός y ac. de abstr., de un enfermo πρὸς τὴν ἴασιν εἰκτικώτερος que responde mejor al tratamiento Max.Tyr.7.3
•de pers. que obedece εἰκτικὸν γενέσθαι καὶ μὴ ἀντίτυπον πρὸς τὴν ἀλήθειαν Origenes Princ.3.1.15.
2 adv. -ῶς sin oponer resistencia πῶς εὐτάκτως, πῶς εἰ., πῶς ὑποτεταγμένως ἐπιτελοῦσιν τὰ διατασσόμενα 1Ep.Clem.37.2.