εἰκτικός
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
εἰκτική, εἰκτικόν, (εἴκω) readily yielding, φύσις, of the void, Phld. Sign.18, cf. Max. Tyr.13.3 (Comp.), Heliod. ap. Orib.44.10.2, Them. in de An.92.36: metaph., weak, easily refuted, λόγος Phld.Sign.13.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que cede a la presión, que no ofrece resistencia en sent. fís., de lo incorpóreo φύσις ἠναντιωμένη τῇ σωματικῇ καὶ εἰ. Phld.Sign.18.2, τὸ πῦρ καὶ ἀέρα Gal.7.528, cf. Them.in Ph.130.12, en el cuerpo humano, del espacio intercostal τῶν ἄλλων πλατύτερόν τε καὶ εἰκτικώτερον Heliod. en Orib.44.7.2, ὁ πλεύμων ... ἀραιός τε καὶ εἰ. ὤν Alex.Aphr.de An.98.19, κηρὸς ... εἰ. καὶ εὐτύπωτος ὑπὸ τοῦ γλύμματος Them.in de An.92.36
•c. dat. τὴν ὕλην ... εἰκτικὴν τῷ τεχνίτῃ λόγῳ θεοῦ Eus.PE 7.20.8
•fig. c. πρός y ac. de abstr., de un enfermo πρὸς τὴν ἴασιν εἰκτικώτερος que responde mejor al tratamiento Max.Tyr.7.3
•de pers. que obedece εἰκτικὸν γενέσθαι καὶ μὴ ἀντίτυπον πρὸς τὴν ἀλήθειαν Origenes Princ.3.1.15.
2 adv. -ῶς sin oponer resistencia πῶς εὐτάκτως, πῶς εἰ., πῶς ὑποτεταγμένως ἐπιτελοῦσιν τὰ διατασσόμενα 1Ep.Clem.37.2.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκτικός: -ή, -όν, (εἴκω) ὑποχωρητικός, ἐνδοτικός, Ὠριγέν.
German (Pape)
nachgiebig, Sp.