ἀναπλατύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_20)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπλατύνομαι''': παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς [[πλάτος]], «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν [[ἄλλο]] πλὴν σκιὰ γῆς, [[ὅταν]] γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.
|lstext='''ἀναπλατύνομαι''': παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς [[πλάτος]], «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν [[ἄλλο]] πλὴν σκιὰ γῆς, [[ὅταν]] γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[desplegarse]], [[avanzar]] νὺξ ... ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα Plu.<i>Fr</i>.157.4.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλατύνομαι Medium diacritics: ἀναπλατύνομαι Low diacritics: αναπλατύνομαι Capitals: ΑΝΑΠΛΑΤΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anaplatýnomai Transliteration B: anaplatynomai Transliteration C: anaplatynomai Beta Code: a)naplatu/nomai

English (LSJ)

[ῡ],

   A to be spread wide, Plu.Daed.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλατύνομαι: παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς πλάτος, «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν ἄλλο πλὴν σκιὰ γῆς, ὅταν γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.

Spanish (DGE)

desplegarse, avanzar νὺξ ... ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα Plu.Fr.157.4.