γενειάσκω: Difference between revisions
From LSJ
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενειάσκω''': [[γενειάζω]], [[ἀρχίζω]] νὰ προσκτῶμαι γενειάδα, Πλάτ. Συμπ. 181D, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5· ἄρτι γενειάσκων Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 100. | |lstext='''γενειάσκω''': [[γενειάζω]], [[ἀρχίζω]] νὰ προσκτῶμαι γενειάδα, Πλάτ. Συμπ. 181D, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5· ἄρτι γενειάσκων Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 100. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[γενειάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A begin to get a beard, Pl.Smp.181d, X.Cyr.4.6.5; ἄρτι γενειάσκων IG3.1314.
German (Pape)
[Seite 482] einen Bart bekommen, Plat. Conv. 181 d; Xen. Cyr. 4, 6, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάσκω: γενειάζω, ἀρχίζω νὰ προσκτῶμαι γενειάδα, Πλάτ. Συμπ. 181D, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5· ἄρτι γενειάσκων Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 100.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. γενειάω.