δομέω: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δομέω''': [[δέμω]], παθ., λίθοι εὖ δεδομᾱμένοι Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, 2· δεδόμηται Συλλ. Ἐπιγρ. 8730.
|lstext='''δομέω''': [[δέμω]], παθ., λίθοι εὖ δεδομᾱμένοι Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, 2· δεδόμηται Συλλ. Ἐπιγρ. 8730.
}}
{{bailly
|btext=construire.<br />'''Étymologie:''' [[δόμος]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 655] = δέμω; Sp., wie Arr. An. 7, 22, 2; auch im med., Lycophr. 593.

Greek (Liddell-Scott)

δομέω: δέμω, παθ., λίθοι εὖ δεδομᾱμένοι Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, 2· δεδόμηται Συλλ. Ἐπιγρ. 8730.

French (Bailly abrégé)

construire.
Étymologie: δόμος.