παρεγείρω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεγείρω''': [[ἐγείρω]] ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» ([[ἔνθα]] παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11. | |lstext='''παρεγείρω''': [[ἐγείρω]] ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» ([[ἔνθα]] παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=exciter à avancer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
A raise partly, διὰ τροχιλίας Plu.Eum.11.
German (Pape)
[Seite 510] (s. ἐγείρω), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγείρω: ἐγείρω ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» (ἔνθα παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.