προδιανύω: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(6_1) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προδιᾰνύω''': [[διανύω]] [[προηγουμένως]]: παθ. προδιήνυστο Δίων Κ. 79. 8· τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων, πεπραγματευμένων πρότερον, Κλήμ. Ἀλ. 901. | |lstext='''προδιᾰνύω''': [[διανύω]] [[προηγουμένως]]: παθ. προδιήνυστο Δίων Κ. 79. 8· τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων, πεπραγματευμένων πρότερον, Κλήμ. Ἀλ. 901. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(συν. το παθ.) <i>προδιανύομαι</i><br />[[τελειώνω]], [[περατώνω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («τούτων ἡμῑν προδιηνυσμένων», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διανύω]] «[[τελειώνω]], [[περατώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ],
A accomplish beforehand: Pass., προδιήνυστο D.C.79.8.
German (Pape)
[Seite 715] vorher vollenden, προδιήνυστο D. C. 79, 8, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προδιᾰνύω: διανύω προηγουμένως: παθ. προδιήνυστο Δίων Κ. 79. 8· τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων, πεπραγματευμένων πρότερον, Κλήμ. Ἀλ. 901.
Greek Monolingual
Α
(συν. το παθ.) προδιανύομαι
τελειώνω, περατώνω κάτι εκ τών προτέρων («τούτων ἡμῑν προδιηνυσμένων», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διανύω «τελειώνω, περατώνω»].