πίεσις: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_8)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πίεσις''': -εως, ἡ, ([[πιέζω]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ πιέζειν, σφίξιμον, αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων [[καλῶς]] ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 25, Μετεωρ. 4. 9, 23· πρβλ. [[πίεξις]].
|lstext='''πίεσις''': -εως, ἡ, ([[πιέζω]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ πιέζειν, σφίξιμον, αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων [[καλῶς]] ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 25, Μετεωρ. 4. 9, 23· πρβλ. [[πίεξις]].
}}
{{elru
|elrutext='''πίεσις:''' εως (πῐ) ἡ сжатие, давление Arst.
}}
}}

Revision as of 15:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐεσις Medium diacritics: πίεσις Low diacritics: πίεσις Capitals: ΠΙΕΣΙΣ
Transliteration A: píesis Transliteration B: piesis Transliteration C: piesis Beta Code: pi/esis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A squeezing, compression, Arist.PA687b11 (pl.), Mete.387a16; pinching, ποδῶν Aret.CA1.2; pressure, close contact, Gal.18(2).398.

German (Pape)

[Seite 613] ὴ, das Drücken, Pressen, Arist. partt. an. 4, 10; vgl. πίεξις.

Greek (Liddell-Scott)

πίεσις: -εως, ἡ, (πιέζω) ὡς καὶ νῦν, τὸ πιέζειν, σφίξιμον, αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 25, Μετεωρ. 4. 9, 23· πρβλ. πίεξις.

Russian (Dvoretsky)

πίεσις: εως (πῐ) ἡ сжатие, давление Arst.