ὑπόσαλος: Difference between revisions

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόσᾰλος''': -ον, ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, [[νησίον]] Georg. Gr. min. τ. 2, σ. 449, Gail. ΙΙ. ὑποσειόμενος ὡς ὑπὸ θαλάσσης [[κάτωθεν]], σειόμενος [[κάτωθεν]], τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης, διάφορ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 434C· ὀδόντες ὑπ., χαλαροὶ ὀδόντες, ὑποσαλευόμενοι, Διοσκ. 5. 119.
|lstext='''ὑπόσᾰλος''': -ον, ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, [[νησίον]] Georg. Gr. min. τ. 2, σ. 449, Gail. ΙΙ. ὑποσειόμενος ὡς ὑπὸ θαλάσσης [[κάτωθεν]], σειόμενος [[κάτωθεν]], τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης, διάφορ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 434C· ὀδόντες ὑπ., χαλαροὶ ὀδόντες, ὑποσαλευόμενοι, Διοσκ. 5. 119.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a les flots sous lui ; vacillant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σάλος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσᾰλος Medium diacritics: ὑπόσαλος Low diacritics: υπόσαλος Capitals: ΥΠΟΣΑΛΟΣ
Transliteration A: hypósalos Transliteration B: hyposalos Transliteration C: yposalos Beta Code: u(po/salos

English (LSJ)

ον,

   A under the sea, νησίον Stad.72.    II shaken underneath, undermined, γῆ Plu.2.434c (ὑπὸ σάλου codd.); ὀδόντες ὑ. loose teeth, Dsc.1.105.5.

German (Pape)

[Seite 1231] unter der Woge, bes. auf offenem, wogendem Meere. Dah. ein wenig schwankend, Plut.; ὀδόντες, etwas wackelnde Zähne, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσᾰλος: -ον, ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, νησίον Georg. Gr. min. τ. 2, σ. 449, Gail. ΙΙ. ὑποσειόμενος ὡς ὑπὸ θαλάσσης κάτωθεν, σειόμενος κάτωθεν, τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης, διάφορ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 434C· ὀδόντες ὑπ., χαλαροὶ ὀδόντες, ὑποσαλευόμενοι, Διοσκ. 5. 119.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les flots sous lui ; vacillant.
Étymologie: ὑπό, σάλος.