διασιλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασιλλαίνω''': [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, [[Πολυδ]]. Θ΄, 148.
|lstext='''διασιλλαίνω''': [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, [[Πολυδ]]. Θ΄, 148.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> διεσίλλαινον;<br />se moquer de, railler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σιλλαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασιλλαίνω Medium diacritics: διασιλλαίνω Low diacritics: διασιλλαίνω Capitals: ΔΙΑΣΙΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: diasillaínō Transliteration B: diasillainō Transliteration C: diasillaino Beta Code: diasillai/nw

English (LSJ)

   A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24; πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62.

German (Pape)

[Seite 601] verhöhnen, Luc. Lexiph. 24 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασιλλαίνω: χλευάζω, σκώπτω, Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, Πολυδ. Θ΄, 148.

French (Bailly abrégé)

impf. διεσίλλαινον;
se moquer de, railler, acc..
Étymologie: διά, σιλλαίνω.