παιδιώδης: Difference between revisions
From LSJ
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιδιώδης''': -ες, (παιδιὰ) [[πλήρης]] παιδιᾶς, [[παιγνιώδης]], Λατ. ludibundus, Ἴων παρ’ Ἀθην. 603F, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 7, 7· τὸ παιδιῶδες Πλούτ. 2, 68Α. ΙΙ. ([[παιδίον]]) [[παιδαριώδης]], τὸ παιδιῶδες Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6. | |lstext='''παιδιώδης''': -ες, (παιδιὰ) [[πλήρης]] παιδιᾶς, [[παιγνιώδης]], Λατ. ludibundus, Ἴων παρ’ Ἀθην. 603F, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 7, 7· τὸ παιδιῶδες Πλούτ. 2, 68Α. ΙΙ. ([[παιδίον]]) [[παιδαριώδης]], τὸ παιδιῶδες Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.<br />'''Étymologie:''' [[παιδιά]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ες, (παιδιά)
A playful, Ion Hist.1; fond of amusement, Arist.EN1150b16, Aret.SD1.6; τὸ π. Plu.2.68a. II (παιδίον) puerile, τὸ π. D.H.Pomp.6.
German (Pape)
[Seite 440] ες, nach der Kinder Art, gern spielend, spaßhaft, Sp., vgl. Ion bei Ath. XIII, 603 c; Arist. eth. 7, 7; auch = kindisch.
Greek (Liddell-Scott)
παιδιώδης: -ες, (παιδιὰ) πλήρης παιδιᾶς, παιγνιώδης, Λατ. ludibundus, Ἴων παρ’ Ἀθην. 603F, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 7, 7· τὸ παιδιῶδες Πλούτ. 2, 68Α. ΙΙ. (παιδίον) παιδαριώδης, τὸ παιδιῶδες Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.
Étymologie: παιδιά, -ωδης.