παρεισάγω: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεισάγω''': [[εἰσάγω]] μετ᾿ ἐμοῦ εἰς δημοσίαν συνάθροισιν, παρεισῆγον τοὺς παίδας τῶν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότων Ἰσοκρ. 175C· τοὺς αἰχμαλώτους Πολύβ. 3. 63, 2· [[εἰσάγω]], συνιστῶ, Πλούτ. Γάλβ. 21. 2) [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας μυστικότητος, π. τοὺς Γαλάτας, [[εἰσάγω]], [[δέχομαι]] εἰς τὴν πόλιν, Πολύβ. 2. 7, 8, πρβλ. 1. 18, 3, κ. ἀλλ. 3) [[εἰσάγω]] εἰς [[ποίημα]] ἢ [[διήγημα]], τοὺς κινδύνους Ἀριστ. Ἀποσπ. 137· τὸν Ἀννίβαν ἀμίμητόν τινα στρατηγὸν π., παριστῶ ὡς ..., Πολύβ. 3. 47, 7, πρβλ. 5. 2, 6, κτλ. 4) [[εἰσάγω]] λαθραίως καὶ ἀπατηλῶς, π. ξένα δαιμόνια Πλούτ. 2. 328Δ· ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου β΄, 1.
|lstext='''παρεισάγω''': [[εἰσάγω]] μετ᾿ ἐμοῦ εἰς δημοσίαν συνάθροισιν, παρεισῆγον τοὺς παίδας τῶν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότων Ἰσοκρ. 175C· τοὺς αἰχμαλώτους Πολύβ. 3. 63, 2· [[εἰσάγω]], συνιστῶ, Πλούτ. Γάλβ. 21. 2) [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας μυστικότητος, π. τοὺς Γαλάτας, [[εἰσάγω]], [[δέχομαι]] εἰς τὴν πόλιν, Πολύβ. 2. 7, 8, πρβλ. 1. 18, 3, κ. ἀλλ. 3) [[εἰσάγω]] εἰς [[ποίημα]] ἢ [[διήγημα]], τοὺς κινδύνους Ἀριστ. Ἀποσπ. 137· τὸν Ἀννίβαν ἀμίμητόν τινα στρατηγὸν π., παριστῶ ὡς ..., Πολύβ. 3. 47, 7, πρβλ. 5. 2, 6, κτλ. 4) [[εἰσάγω]] λαθραίως καὶ ἀπατηλῶς, π. ξένα δαιμόνια Πλούτ. 2. 328Δ· ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου β΄, 1.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> introduire furtivement <i>ou</i> doucement, comme par surprise ; laisser entrer;<br /><b>2</b> introduire sans raison, faire intervenir à tort, mêler à.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εἰσάγω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεισάγω Medium diacritics: παρεισάγω Low diacritics: παρεισάγω Capitals: ΠΑΡΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: pareiságō Transliteration B: pareisagō Transliteration C: pareisago Beta Code: pareisa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], pf.

   A παρεισῆχα Phld. Piet.32 :—lead in by one's side, bring forward, introduce, of persons brought into a public assembly, τοὺς παῖδας τῶν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότων Isoc.8.82 ; τοὺς αἰχμαλώτους Plb.3.63.2 ; propose a candidate for a succession, Plu. Galb. 21.    2 with a notion of secrecy, π. [τοὺς Γαλάτας] εἰς Ἔρυκα introduce, admit them into the city, Plb.2.7.8, cf. 1.18.3.    3 introduce into a poem or narrative, κινδύνους Arist.Fr.142, cf. Phld. l.c., etc.; τὸν Ἀννίβαν ἀμίμητόν τινα π. στρατηγόν represent him as... Plb. 3.47.7, cf. 5.2.6, Corn.ND9 :—Pass., ib.20, al.    4 introduce doctrines, customs, etc., τὰς ὑπὲρ τῶν ἐν Ἅιδου διαλήψεις εἰς τὰ πλήθη π. Plb.6.56.12, cf. D.S.1.96 ; ξένα π. δαιμόνια Plu.2.328d; αἱρέσεις 2 Ep.Pet. 2.1 :—Pass., μουσικὴν παρεισῆχθαι τοῖς ἀνθρώποις Ephor. 8J.

German (Pape)

[Seite 512] (ἄγω), daneben hineinführen, heimlich einführen, auch ohne einen solchen Nebenbegriff, z. B. ins Theater, Isocr. 8, 82; oft bei Pol., z. B. 1, 18, 3; μουσικὴν ἐπ' ἀπάτῃ παρεισῆχθαι τοῖς ἀνθρώποις, 4, 20, 5; einrichten, 4, 21, 1; auch redend oder handelnd einführen, 3, 47, 7; D. Sic. 1, 96 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισάγω: εἰσάγω μετ᾿ ἐμοῦ εἰς δημοσίαν συνάθροισιν, παρεισῆγον τοὺς παίδας τῶν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότων Ἰσοκρ. 175C· τοὺς αἰχμαλώτους Πολύβ. 3. 63, 2· εἰσάγω, συνιστῶ, Πλούτ. Γάλβ. 21. 2) μετὰ τῆς ἐννοίας μυστικότητος, π. τοὺς Γαλάτας, εἰσάγω, δέχομαι εἰς τὴν πόλιν, Πολύβ. 2. 7, 8, πρβλ. 1. 18, 3, κ. ἀλλ. 3) εἰσάγω εἰς ποίημαδιήγημα, τοὺς κινδύνους Ἀριστ. Ἀποσπ. 137· τὸν Ἀννίβαν ἀμίμητόν τινα στρατηγὸν π., παριστῶ ὡς ..., Πολύβ. 3. 47, 7, πρβλ. 5. 2, 6, κτλ. 4) εἰσάγω λαθραίως καὶ ἀπατηλῶς, π. ξένα δαιμόνια Πλούτ. 2. 328Δ· ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου β΄, 1.

French (Bailly abrégé)

1 introduire furtivement ou doucement, comme par surprise ; laisser entrer;
2 introduire sans raison, faire intervenir à tort, mêler à.
Étymologie: παρά, εἰσάγω.